-
1 заклинивать
1. (в результате прижатия одной детали механизма к другой) σφηνώνω, μαγκώνω 2. (крепить клином) σφηνώνω, στηρίζω με σφήνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заклинивать
-
2 вклинивание
η (εν)σφήνωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вклинивание
-
3 вколачивать
(ε)μπήγωκαρφώνωσφηνώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вколачивать
-
4 заедать
1. (защемлять) πιάνω, σφίγγω 2. (зажимать) σφίγγω 3. (застревать) σφηνώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заедать
-
5 защемление
η σφήνωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > защемление
-
6 вделать
вделатьсоз., вделывать несов ἐφαρμόζω, σφηνώνω/ τοποθετώ, βάζω, περνάω (драгоценный камень). -
7 заклинить
-
8 оправить
оправить 1-влю, -вишьρ.σ.μ.1. διορθώνω, τακτοποιώ, ισιάζω, διευθετώ συγυρίζω•постель συγυρίζω το κρεβάτι•
оправить скатерть διευθετώ το τραπεζομάντηλο.
2. παλ. δικαιολογώ απαλλάσσω, αθωώνω.1. διορθώνομαι, τακτοπο ιούμα ι, ευτρεπίζομαι, συγυρίζομαι.2. καλλιτερεύω τη θέση, την κατάσταση.3. αναλαβαίνω, δυναμώνω, ξεγυρίζω, γερεύω, αναρρώνω. || συνέρχομαι•оправить от смущения, испуга συνέρχομαι από την ταραχή, το φόβο.
оправить 2-влю, -вишьρ.σ.μ.συναρμόζω, ενδέω, σφηνώνω (διαμάντια, πολύτιμα πετράδια). || πλαισιώνω, προσαρμόζω.
См. также в других словарях:
σφηνώνω — σφηνώνω, σφήνωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σφηνώνω — σφηνῶ, όω, ΝΜΑ [σφήν, ηνός] μπήγω σφήνα, στερεώνω με σφήνα νεοελλ. 1. παρεμβάλλω κάτι σφιχτά μεταξύ άλλων 2. (αμτβ.) α) κλείνω ερμητικά («το παράθυρο σφήνωσε από την υγρασία») β) παθαίνω εμπλοκή («το έμβολο σφήνωσε και δεν βγαίνει») μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
σφηνώνω — σφήνωσα, σφηνώθηκα, σφηνωμένος 1. στερεώνω με σφήνα: Σφήνωσε το δοκάρι για να μην κουνιέται. 2. βάζω σφιχτά κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή ανάμεσα σε δύο πράγματα: Σφηνώθηκε στην τρύπα ο ποντικός και δεν μπορεί να βγει. 3. αμτβ., κλείνω σφιχτά, μπαίνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συσφηνώνω — Ν [σφηνώνω] σφηνώνω κάτι, τό συμπιέζω … Dictionary of Greek
αποσφηνώ — ἀποσφηνῶ ( όω) (AM) σφηνώνω καλά, στερεώνω γερά αρχ. (με άσεμνη σημασία) καρφώνω σφήνα … Dictionary of Greek
διαπηγνύω — (Α διαπηγνύω) παρεμβάλλω ή μπήγω κάτι ανάμεσα σε διάφορα πράγματα για να τά στερεώσω αρχ. 1. μπήγω, σφηνώνω 2. σκληραίνω κάτι παγώνοντάς το … Dictionary of Greek
εμβάλλω — (AM ἐμβάλλω) 1. βάζω, ρίχνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. μπήγω, σφηνώνω 3. (για πλοίο) κάνω εμβολή νεοελλ. φρ. «εμβάλλω σε σκέψεις, σε ανησυχία κ.λπ.» προκαλώ σκέψεις, ανησυχίες κ.λπ. αρχ. Ι. 1. αφήνω κάτι να πέσει 2. ακουμπώ, τοποθετώ 3. προκαλώ τη … Dictionary of Greek
εμμάσσομαι — ἐμμάσσομαι και αττ. τ. ἐμμάττομαι (Α) 1. ζυμώνω 2. σφηνώνω, μπήγω … Dictionary of Greek
εμπήγω — και μπήγω (AM ἐμπήγνυμι και ἐμπηγνύω) μπήγω, σφηνώνω, καρφώνω αρχ. 1. κάνω κάτι να παγώσει 2. μέσ. ἐμπήγνυμαι προσηλώνομαι, προσκολλώμαι σε κάτι ή κάποιον 3. παθ. παγώνω, πεθαίνω από ψύξη … Dictionary of Greek
εμφυτεύω — (AM ἐμφυτεύω) 1. φυτεύω μέσα, σφηνώνω, εμβάλλω, μπήγω 2. παραχωρώ σε κάποιον αγροτικό κτήμα με ενοίκιο και με δικαίωμα εμφυτεύσεως αρχ. 1. ενοφθαλμίζω 2. μτφ. εμπνέω, εμφυσώ («τὸν φόβον σου ἐμφύτευσον εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν») 3. μτφ. επιβάλλω με τη … Dictionary of Greek
εναποσφηνώ — ἐναποσφηνῶ ( όω) (Α) σφηνώνω μέσα σε κάτι, σφίγγω, μαγγώνω … Dictionary of Greek